- ρυσίπονος
- -ον, Ααυτός που ελευθερώνει, που ανακουφίζει από τους κόπους, από τις ταλαιπωρίες.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι- τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + -πονος (< πόνος «κόπος»), πρβλ. παυσί-πονος].
Dictionary of Greek. 2013.